Κορυφαίος εθνικός ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ακαδημαϊκός και επιφανής εκπρόσωπος της λεγόμενης «γενιάς του 1880», γενιάς που ανανέωσε την ελληνική λογοτεχνία μετά την περίοδο του ρομαντισμού και χαρακτηρίζεται ευρύτερα ως «παλαμική». Καταγόταν από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην καλλιέργεια των γραμμάτων· μεταξύ των προγόνων του συγκαταλεγόταν και ο διδάσκαλος του Γένους, ιδρυτής και πρώτος σχολάρχης (1760-1770 και 1773-1800) της λεγόμενης Παλαμαίας Σχολής του Μεσολογγίου, Παναγιώτης Παλαμάς (Μεσολόγγι 1722-[Μεσολόγγι] 1802).
Τις εγκύκλιες σπουδές του τις ολοκλήρωσε στο Μεσολόγγι στις 30 Ιουνίου του 1875 (π.η.). Στις 17 Σεπτεμβρίου 1875 (π.η.) ενεγράφη στη Νομική Σχολή του τότε Εθνικού Πανεπιστημίου, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές του, καθώς αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία [1]. Το ίδιο έτος δημοσίευσε στίχους του στο «Αττικόν Ημερολόγιον του Ειρηναίου Ασώπιου και το 1876 υπέβαλε στο Βουτσιναίο διαγωνισμό τη συλλογή «Ερώτων Έπη», γραμμένη στην καθαρεύουσα. Το 1886 δημοσίευσε στη δημοτική την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια της πατρίδος μου», το 1889, τον «Ύμνο της Αθηνάς», που βραβεύθηκε στον λεγόμενο «Φιλαδέλφειον Ποιητικόν Αγώνα» του 1892, κατόπιν ενθουσιώδους εισήγησης του Νικόλαου Πολίτη και το 1892 τη συλλογή «Τα μάτια της ψυχής μου», που βραβεύθηκε σε ποιητικό διαγωνισμό του 1890. Ακολούθησαν, κατά σειρά, οι ποιητικές συλλογές, «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» (1897), «Τάφος» (1898), που αναφερόταν στον θάνατο του υιού του Άλκη [2], «Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης» (1900) και «Η Ασάλευτη Ζωή» (1904). Το 1907, εξ άλλου, είδαν το φως της δημοσιότητας οι μεγάλες του συνθέσεις, «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» (1907) και «Η φλογέρα του Βασιλιά» (1910). Το 1912 δημοσιεύτηκαν οι συλλογές, «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας» και «Η πολιτεία και η μοναξιά», το 1915 «Οι Βωμοί», «Τα παράκαιρα» το 1919, «Οι πεντασύλλαβοι», «Τα παθητικά κρυφομιλήματα», «Οι λύκοι» και «Δύο λουλούδια από τα ξένα» (1925), «Δειλοί και σκληροί στίχοι» (1928), «Ο κύκλος των τετράστιχων» (1929), «Η ξανατονισμένη μουσική» (1930), «Περάσματα και χαιρετισμοί» (1931) και «Οι νύχτες του Φήμιου» (1935). Το 1944 ο υιός του Λέανδρος εξέδωσε από τα κατάλοιπά του τη συλλογή «Βραδινή φωτιά». Ως κριτικός, ο Κωστής Παλαμάς έγραψε: «Το έργον του Κρυστάλλη» (1894), «Σολωμός. Η ζωή και το έργον του» (πρόλογος στην έκδοση του σολωμικού έργου από τον οίκο Μαρασλή, 1901), «Γράμματα» (τόμος Α΄, 1904 και τόμος Β΄, 1911), «Ηρωικά πρόσωπα και κείμενα» (1911), «Τα πρώτα κριτικά» (1913), «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης» (1914), «Βιζυηνός και Κρυστάλλης» (1916), «Ιούλιος Τυπάλδος» (1916), «Πως τραγουδούμε το θάνατο της κόρης» (1918) και «Πεζοί δρόμοι» (τόμοι Α΄ και Β΄, 1929 και Γ΄, 1932). Δημοσίευσε ακόμη δύο τόμους διηγημάτων («Θάνατος παλικαριού» /1901 και «Διηγήματα»/1910), το δραματικό έργο, «Τρισεύγενη» (1903), ενώ μετέφρασε και το έργο του Emile Verhaeren, «Η Ελένη της Σπάρτης» (1906). Το 1925 τιμήθηκε με το κρατικό «Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών». Το επόμενο έτος διετέλεσε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και πρόεδρός της, το 1931.
Ο Κωστής Παλαμάς συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του και με το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις 16 Οκτωβρίου 1897 (π.η.) διορίστηκε γραμματέας του Ιδρύματος, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 15ης του ίδιου μηνός, που εκδόθηκε κατόπιν εισήγησης του τότε Υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου στην 1η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Θ. Ζαΐμη (21/9/1897-30/10/1898) [3]. Αργότερα, η ακαδημαϊκή Σύγκλητος εξαίροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Πανεπιστήμιο, αποφάσισε στη συνεδρία της 21ης Σεπτεμβρίου 1911 να του ανανεώσει την θητεία [4] (ήδη από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 1911-1912, ο Κωστής Παλαμάς αναφέρεται πλέον στα Πρακτικά Συγκλήτου ως γενικός γραμματέας [5]). Η ομόφωνη προαγωγή του στις 3 Νοεμβρίου 1923 «εις τον βαθμόν Υπουργικού διευθυντού πρώτης τάξεως» επιβεβαίωνε την διαρκή εκτίμηση των πρυτανικών αρχών προς το πρόσωπό του, αλλά και την διακεκριμένη διοικητική του μέριμνα προς το Ίδρυμα [6]. Τρία περίπου έτη αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 8 Σεπτεμβρίου 1926, ο ποιητής υπέβαλε αίτηση αποχώρησής του από τη θέση του γενικού γραμματέα, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να γίνει αποδεκτό από την τότε ακαδημαϊκή Σύγκλητο [7]. Την 1η Μαρτίου 1928, ωστόσο, ο τότε Πρύτανης Νικόλαος Αλιβιζάτος ανακοίνωσε την αποδοχή της παραίτησης του Κωστή Παλαμά [8], αναγιγνώσκοντας, παράλληλα, ευχαριστήρια επιστολή του ποιητή προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών, για την βοήθεια του τελευταίου να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά στις βιοτικές του μέριμνες, επιδιδόμενος ταυτόχρονα στο λογοτεχνικό του έργο: «Κύριε Πρύτανι, Μετά τριάκοντα ετών υπηρεσίαν εις το Εθνικόν μας Πανεπιστήμιον αποχωρήσας αυτής […] συναισθάνομαι την υποχρέωσιν να είπω τα πλέον εγκάρδια ευχαριστήριά μου προς υμάς, κύριε Πρύτανι, και δι’ υμών προς τα έγκριτα μέλη της Συγκλήτου, την ευγνωμοσύνην μου και την συγκίνησίν μου διά την επιδεχθείσαν ανέκαθεν προς εμέ, αφότου ανέλαβον υπηρεσίαν εις το Πανεπιστήμιον, συμπάθειαν και εκτίμησιν εκ μέρους των Πανεπιστημιακών Αρχών των καθηγητών και των λοιπών συναδέλφων μου. Ιδιαιτέρως με συγκινεί η αναγνώρισις την οποίαν εις ορισμένας περιπτώσεις και προσφάτως έτι εξεδήλωσε το Πανεπιστήμιον προς εμέ έναν εργάτην των νεοελληνικών γραμμάτων, και δεν δυσκολεύομαι να ομολογήσω ότι αν κατέχω μικράν τινα θέσιν εις τα γράμματα, μέγα μέρος ταύτης οφείλω εις το Πανεπιστήμιον, όπερ παρέσχεν εις εμέ καθ’ όλον το διαρρεύσαν τούτο διάστημα χρόνον αρκούσαν άνεσιν προς αντίστασιν εν μέσω της δυσβαστάκτου δι’ ένα απλούν ποιητήν βιοπάλης» [9]. Σε επόμενη συνεδρίασή της (5/4/1928) η πανεπιστημιακή Σύγκλητος, εξ άλλου, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, να φιλοτεχνηθεί η προσωπογραφία του Παλαμά και να αναρτηθεί στο γραφείο του Γενικού Γραμματέα [10].
Ο θάνατος του ποιητή, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, που προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση, συγκλόνισε και το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με ψήφισμά της, την επομένη, η Σύγκλητος του Ιδρύματος «[…] συνελθούσα εκτάκτως σήμερον τη 28 Φεβρουαρίου 1943, ημέρα Κυριακή και ώρα 10 π.μ. επί τω θλιβερώ αγγέλματι του θανάτου του εθνικού ποιητού Κωστή Παλαμά διατελέσαντος Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου Αθηνών […] και την βαθυτάτην θλίψιν αυτής εκδηλώσασα διά την απώλειαν χρηστού ανδρός επί μακράν σειράν ετών παρασχόντος πολυτίμους υπηρεσίας εις το Πανεπιστήμιον ψηφίζει ομοφώνως τάδε. 1) Να αναρτηθή μεσίστιος η σημαία του Πανεπιστημίου επί τριήμερον, 2) Να αργήση το Πανεπιστήμιον κατά την δευτέραν ημέραν της κηδείας αυτού, 3) Να δαπανηθή ποσόν δρχ. 40.000 υπέρ απόρων οικογενειών αντί στεφάνου, 4) Να ακολουθήσωσι την εκφοράν αυτού ο Πρύτανις, η Σύγκλητος, οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου και οι φοιτηταί, 5) Να σταλώσι συλλυπητήρια γράμματα προς την οικογένειαν του μεταστάντος, 6) Ν’ αναρτηθή η εικών αυτού εν τω Πανεπιστημίω»[11]. Παράλληλα, ο τότε Πρύτανης, καθηγητής της Λατινικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή (1920-1954), Ερρίκος Σκάσσης απέστειλε επιστολή προς τον υιό του Λέανδρο, όπου μεταξύ άλλων τόνισε: «Ο θάνατος του σεβαστού πατρός σας Κωστή Παλαμά, συνεκίνησε βαθύτατα, ως ήτο επόμενον και το Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον, ούτινος ο μεταστάς διετέλεσεν επί μακράν σειράν ετών Γενικός Γραμματεύς. Αι πολύτιμαι υπηρεσίαι τας οποίας ο αείμνηστος πατήρ σας προσέφερεν εις το Ανώτατον Εκπαιδευτήριον του Έθνους είναι παγκοίνως γνωσταί και αναγνωρίζονται υπό πάντων. Αλλά και γενικώτερον το μέγα εθνικόν έργον όπερ επετέλεσε κατά την διάρκειαν του μακρού βίου του θέλει παραδοθή εις τας επερχομένας γενεάς ως πολύτιμος κληρονομία» [12].
[1]«Αύξων αριθμός: 84, Όνομα και επώνυμον εγγραφομένων: Κων/νος Μ. Παλαμάς, Ηλικία: 18, Πατρίς: Μεσολόγγιον, Όνομα και επώνυμον συνιστώντων: Χρήστος Μ. Παλαμάς, τελειοφ. Νομικής, Τόπος κτηματικής περιουσίας: Πάτραι/Μεσολόγγιον, Αξία αυτής/Δραχμαί: 30.000, Απόδειξις εγγραφής: Απολυτήριον Γυμνασίου Μεσολογγίου της 30 Ιουνίου ‘75, αρ. 23, Σχολή: Νομική, Χρονολογία εγγραφής/Μην/Ημέρα: 1879 Σεπτεμβρίου 17, Υπογραφή εγγραφομένων: Κωνστ. Μ. Παλαμάς, Αριθμός εισιτηρίου: 84, Παρατηρήσεις: [κενό]». Μητρώον Φοιτητών Εθνικού Πανεπιστημίου (1875-1880), σ. 6.
[2] Στις 27/12/1887, νυμφεύθηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο ιστορικής οικογένειας πολιτικών και νομικών του Μεσολογγίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Λέανδρο (Αθήνα 1891-[Αθήνα] 22/8/1958), τη Ναυσικά και τον Άλκη (Αθήνα 1894-Αθήνα 1898). Περισσότερα για την οικογένεια Παλαμά, αλλά και ευρύτερα για την πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής, βλ. Γιάννης Παπακώστας, Φιλολογικά Σαλόνια και Καφενεία της Αθήνας, δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη, Εστία, Αθήνα, 1991.
[3] Ο διορισμός Παλαμά κοινοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο, με έγγραφο του αρμόδιου Υπουργείου της 17ης Οκτωβρίου 1897 (π.η.). ΦΕΚ του Βασιλείου της Ελλάδος, αριθ. 248, εν Αθήναις 16/10/1897, τχ. Γ΄ και «Παράρτημα Β΄: Κυβερνήσεις στην Ελλάδα 1833-1924» στο Douglas Dakin, Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1998, σσ. 426-427.
[4]«Μεθ’ ο, της Συγκλήτου εκπληρωθείσης της συζητήσεως περί του διατηρητέων υπαλλήλων του Πανεπιστημίου, ο κ. Πρύτανης εξαίρει τας εις το Πανεπιστήμιον διακεκριμένας υπηρεσίας του γενικού γραμματέως κ. Κωνστ. Παλαμά, […] μετά την εισήγησιν ταύτην, η Σύγκλητος αποφασίζει όπως διατηρηθώσιν οι εξής υπάλληλοι: Κ. Παλαμάς, γενικός γραμματεύς, αριθμού 14 ετών υπηρεσίαν, […]». Συνεδρία Τετάρτη, 21/9/1911, Πρακτικά Συγκλήτου (1911-1912), τόμος 25ος, σσ. 138-139.
[5] Ό.π., σ. 78.
[6]«Είτα τη προτάσει του Πρυτάνεως, η Σύγκλητος έχουσα υπόψη την παράγραφον 6 του άρθρου 4 του περί μεταρρυθμίσεως της ισχυούσης πανεπιστημιακής Νομοθεσίας Νομοθετικού Διατάγματος της 10/14 Σεπτεμβρίου 1923 αποφασίζει ομοφώνως την εις τον βαθμόν Υπουργικού διευθυντού πρώτης τάξεως προαγωγήν του Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου κ. Κ. Παλαμά από εικοσιπενταετίας και πλέον κατέχοντος την θέσιν ταύτην, νυν δ’ εις βαθμώ υπουργικού διευθυντού β΄ τάξεως υπηρετούντος». Συνεδρία 2α, 3/11/1923, Πρακτικά Συγκλήτου (1923-1924), τόμος 35ος, σ. 11.
[7]«Είτα ο Πρύτανης αναφέρει ότι εν τη “Εφημερίδι της Κυβερνήσεως” (της 6ης Σ/βρίου 1926 […] εδημοσιεύθη ανάκλησις, ως […] εκτελεσθέντος του Δ/τος, δι’ ου γίνεται δεκτή η δήλωση περί αποχωρήσεως από της θέσεως του γενικού γραμματέως του Πανεπιστημίου κ. Κ. Παλαμά, […], ώστε, λέγει ο κ. Πρύτανις, εξακολουθεί παραμένων εν τη θέσει αυτού». Συνεδρία 1η, 8/9/1926, Πρακτικά Συγκλήτου (1926-1927), τόμος 38ος, σ. 47.
[8]«Η Σύγκλητος ακούσασα ασμένως την επιστολήν ταύτην του κ. Παλαμά αποφασίζει όπως εκφρασθή αυτώ η λύπη της επί τη αποχωρήσει του εκ της υπηρεσίας του Γεν. Γραμματέως, την οποίαν μετά τόσης αφοσιώσεως, ευσυνειδησίας, ικανότητος ήσκησεν επί ολόκληρον τριακονταετίαν». Συνεδρία 32η, 1/3/1928, Πρακτικά Συγκλήτου (1927-1928), τόμος Α 39ος, σ. 382.
[9] Συνεδρία 32η, 1/3/1928, ό.π., σσ. 381-382.
[10] Συνεδρία 37η, 5/4/1928, ό.π., σσ. 414-415. Για τα συγκεκριμένα διοικητικά του καθήκοντά, αλλά και για τις αρετές που επέδειξε κατά την άσκησή τους, βλ. ειδικότερα, Μ. Δημάκης-Ζώρας και Β. Ιωαννίδης-Ψυχογιός, «Ο Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωστής Παλαμάς», Καποδιστριακό, φύλλο της 15ης/4/2003, τεύχος 24ο.
[11] Συνεδρία Δεκάτη Ενάτη (έκτακτος) της 28ης Φεβρουαρίου 1943, Πρακτικά Συγκλήτου (1942-1943), τόμος 54ος, σ. 252.
[12] Αρχείο Λυτών Εγγράφων του Πανεπιστημίου Αθηνών, κτ.: 168 (Συλλυπητήρια-Μνημόσυνα-Κηδείες-Συγχαρητήρια-Ευχαριστήρια-Τελετές-Εορτές 1942-43 έως 1947-48), φάκ.: 168.1, υποφάκ.: 3/17, 1942-43, Συλλυπητήρια. Γενικότερα, για τη ζωή και το έργο του Κωστή Παλαμά, βλ. Ω., «Παλαμάς Κωστής», ΜΕΕ, τόμος ΙΘ΄, σσ. 448-449 και Μ. Γ. Μερακλής, «Παλαμάς Κωστής», ΠΒΛΕΑ, τόμος 8ος, σσ. 105-107, όπου και εκτεταμένη βιβλιογραφία περί τον ποιητή.